Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Επίλογος

Έρχεται κάποια στιγμή που τα λόγια λιγοστεύουν. Συναισθάνεσαι τι πρέπει να κάνεις. Δεν χρειάζεται να το μεταφράσεις σε λέξεις. Οι λέξεις δεν είναι αρκετές πια. Τις νιώθεις ξένες και παράταιρες. Γι αυτό σιωπάς και στέκεσαι ακίνητος στον τόπο και στον χρόνο. Λιώνεις την αντίσταση στο μέτρημα τους. Λες ένα αντίο και προχωράς. Έτσι απλά.
 

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

I'm your man

Το σκοτάδι έπεσε. Λεύκανε η γη και πάνω της απλώθηκαν τ´ αστέρια. Ένας γλυκός βοριάς μου χάιδεψε τα μάτια. Κι οι σκέψεις κρυσταλλώθηκαν στο χώρο και στο χρόνο.
Σε σένα που είσαι πάντα εκεί αλλά ποτέ δεν είσαι. Στα θέλω σου που κρύβονται, στου νου σου τα παιχνίδια. Στις λέξεις που σ´αρνήθηκαν, στ´ ατέλειωτα αντίο.
Σε μια αλήθεια θλιβερή που σβήνει κάθε μέρα. Έγινε ο πόνος σύμμαχος και η καρδιά αφέντης. Ύψώθηκε η φωνή, στο δρόμο ν´αντηχήσει: Άνδρας σου είμαι κι ας ριγώ στην όψη σου Γυναίκα.
 

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Αντίκτυπο

Πόσο βαθιά μπορεί ν´αγγίξει τη ζωή σου η σκέψη μου;
Πόσο μεγάλη μπόρα θα σηκώσω αν παίξω με της μοίρας σου τους ανέμους;
Πόσα σπυριά θανάτου θα φυτέψω στη γαλήνια γη της ύπαρξης σου;
Ποια μαύρη νύχτα θα εξαπλώσω στον φωτεινό σου κόσμο όταν εισβάλλω;
Πόσα χαμόγελα θα πνίξω,
Πόση ζωντάνια θα ρουφήξω,
Ποια αθώα ψυχή θα εκμαυλίσω,
Ποια συμφορά θα σου γεννήσω;
Πες μου, καλέ μου,
Ποιο το αντίκτυπο που θα έχω στη ζωή σου;

 

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Simone Allegro

Τον λένε Σιμόν. Το όνομα του σημαίνει «αυτός που ακούει».

Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Νότιας Γερμανίας με το εξωτικό όνομα Σάλεμ. Τριγύρω υπήρχαν μόνο λιβάδια και λίμνες. Στολισμένα με μια παράξενη άγρια σιωπή.
Δεν γνώρισε ποτέ τους γονείς του. Η μητέρα του ήταν γαλλίδα. Έμοιαζε με νεράιδα και της άρεσε να φαντάζεται ότι πετούσε στον ουρανό. Γελούσε συχνά και ακόμα περισσότερο όταν σκεφτόταν ότι ζούσε στο Σάλεμ. Πέθανε μερικές ώρες μετά τη γέννα. Ο πατέρας του αποφάσισε να δώσει στο μωρό το όνομα της μητέρας. Δυο χρόνια αργότερα τον έστειλαν να πολεμήσει στο μέτωπο και δεν επέστρεψε ποτέ.
Ο Σιμόν μεγάλωσε με τη γιαγιά και τον παππού. Ο παππούς ήταν ένας πρώην έμπορος βιβλίων που είχε αποσυρθεί στο χωριό για να μελετάει τα βιβλία του με την ησυχία του. Ήταν λάτρης της κλασικής μουσικής. Η συλλογή της Deutsche Grammophon φιγούραρε πρώτο πλάνο πάνω στον παλιό μπουφέ του σαλονιού. Μόνο εκείνος είχε το δικαίωμα να αγγίζει το βινύλιο. Το έκανε όμως τακτικά και κάθε Κυριακή πρωί ουράνιες μελωδίες μεγάλων μουσουργών ξεχύνονταν από το σπίτι. Η γιαγιά ήταν μια γυναίκα που δεν μιλούσε ποτέ. Κυκλοφορούσε στο σπίτι σαν φάντασμα και κοιτούσε τα πάντα με καχυποψία. Σαν γνήσια απόγονος κάποιας φουρκισμένης μάγισσας.
Από μικρός, ο Σιμόν επιδείκνυε μια ξεχωριστή συμπεριφορά. Καταρχήν, είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Τα κυριακάτικα πρωινά, όχι μόνο άκουγε αλλά και συμμετείχε με όλο του το είναι. Σφύριζε τον ρυθμό των πνευστών, χτυπούσε το ξύλινο τραπεζάκι για να μιμηθεί τα κρουστά και έβγαζε περίεργες κραυγές που τόνιζαν τη μελωδία των εγχόρδων. Ζητούσε από τον παππού να βάλει ξανά και ξανά τη συμφωνία της χαράς.



Αλλά η μεγαλύτερη του χαρά ήταν η όπερα. Τραγουδούσε όλες τις γλώσσες σε όλα τα ύψη! Αγαπημένη του φράση ήταν το «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό» από τον κουρέα της Σεβίλλης. Την επαναλάμβανε τραγουδιστά όλη την ημέρα, λες και ήταν οι μόνες λέξεις που γνώριζε.
Στο μικρό χωριό, όλοι περπατούσαν αργά απολαμβάνοντας την ηρεμία. Εκείνος έτρεχε όλη την ώρα ξεφωνίζοντας «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό»!
Από μια περίεργη σύμπτωση, ο Σιμόν ξεκίνησε να παίζει βιολί στα εφτά του. Ο παππούς είχε ένα βιολί χωμένο σ’ ένα παλιό σεντούκι. Του το είχε δώσει ένας στρατιώτης κατά τη διάρκεια του α’ παγκοσμίου πολέμου σε αντάλλαγμα για μερικά βιβλία οικονομικών. Είχε αποφασίσει ότι το χρηματιστήριο θα ήταν πιο επικερδές από το βιολί. Δώδεκα χρόνια αργότερα, αυτή του η επιλογή τον έκανε να πηδήξει από ένα παράθυρο.
Με τη βοήθεια ενός βιβλίου και των ακουσμάτων της Κυριακής, ο Σιμόν έμαθε γρήγορα να παίζει. Και του άρεσε. Του άρεσε πολύ. Στο βιολί βρήκε τον φίλο που ποτέ δεν είχε. Το κουβαλούσε συνέχεια μαζί του και συνόδευε τις αγαπημένες του λέξεις: «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό»!
Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια. Κι ο Σιμόν έτρεχε στα καταπράσινα λιβάδια και γέμιζε με τους ήχους του βιολιού του κάθε σιωπηλή γωνιά του κόσμου. Και γελούσε με τη βροχή και χόρευε με τον άνεμο. Και τραγουδούσε στα πουλιά και τις ακρίδες το «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό». Και έμοιαζε να ζει στον δικό του όμορφο κόσμο. Τον κόσμο των μελωδικών παραμυθιών.
Μα δεν κρατούσε τον κόσμο του μόνο για τον εαυτό του. Πλησίαζε τα κορίτσια μ’ένα πονηρό χαμόγελο και άρχιζε να τραγουδάει! «Λαλαλαλέιρο… λαλαλαρό»! Κι εκείνα γελούσαν! Και τα έπιανε απο το χέρι και τρέχανε μαζί μέσα σε χωράφια από στάρι. Και κυλιόντουσαν στο χορτάρι. Και αγκαλιάζονταν. Και επικοινωνούσαν με τα μάτια. Και το γέλιο. Και τα φιλιά.
Στα δεκαέξι του έφυγε από το σπίτι και τράβηξε για την Κοστάντς. Του άρεσε η πόλη. Δεν μπορούσε να περπατήσει με τα γυμνά του πόδια στο δρόμο, όπως άλλοτε έκανε στα χωράφια. Του άρεσε όμως ο ζωντανός ρυθμός της. Του άρεσαν οι βόλτες στη λίμνη, τα παιχνίδια με τις πάπιες, οι ήχοι και οι μελωδίες που δεν έβρισκε στο χωριό.
Έπιασε δουλειά σ’ένα εστιατόριο. Το πρωί έπλενε πιάτα τραγουδώντας! «Λαλαλέιρο… λαλαλαρό». Και οι λιγοστοί πελάτες προσπαθούσαν απορημένοι να καταλάβουν τι συμβαίνει στην κουζίνα. Και οι σερβιτόροι χαμογελούσαν. Και το αφεντικό στραβομουτσούνιαζε.
Τα απογεύματα περνούσε ώρες στο πάρκο με το βιολί του. Καθισμένος στο χορτάρι με την πλάτη σ´ ένα δένδρο, έπαιζε τις μελωδίες που είχε μάθει από μικρός. Και ενίοτε τις συνόδευε με ένα «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό»!
Περαστικοί του άφηναν χρήματα, όμως εκείνος δεν έπαιζε για ελεημοσύνη. Μόλις τελείωνε, έπαιρνε τα κέρματα και τα πετούσε ψηλά στον αέρα. Κι εκείνα έπεφταν σαν βροχή και χάνονταν μες στο γρασίδι. Και για μια μονάχα στιγμή αισθανόταν πως έβλεπε αστέρια να πέφτουν και να σβήνουν στη γη.
Μια μέρα, δύο αστυνομικοί τον πλησίασαν την ώρα που έπαιζε στο πάρκο. Του ζήτησαν χαρτιά – μα δεν είχε μαζί του. Τους χαμογέλασε και συνέχιζε να παίζει. Δεν του το ανταπέδωσαν. Τον έσυραν με τη βία στο τμήμα. Τον έριξαν σ’ένα κελί με καμιά δεκαριά βρώμικους κρατούμενους. Εκείνος τους χαμογέλασε. Εκείνοι το ανταπέδωσαν. Το βράδυ τον στρίμωξαν σε μια γωνία και τον βίασαν με τη σειρά. Όταν τελείωσαν, αίμα έτρεχε από κάθε τρύπα του κορμιού του.
Το πρωί οι αστυνομικοί τον τράβηξαν για κατάθεση. Τον πέταξαν σε μια καρέκλα και έριξαν ένα δυνατο. Φως στα μάτια του. Τον ρώτησαν τ’όνομα του. Χωρίς να τους κοιτάξει, ψιθύρισε «Λαλαλέιρο… λαλαλαρό». Οι αστυνομικοί κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Ο ένας σηκώθηκε και του έριξε μια ανάποδη. Ο Σιμόν έπεσε από την καρέκλα και αντίκρισε πιτσιλιές από το αίμα του στο πάτωμα. Κι ύστερα τον πήραν σηκωτό και τον έστειλαν για ψυχιατρική εξέταση.
Ο γιατρός δεν κατάφερε να του βγάλει λέξη. Εκτός από ένα ακατανόητο «Λαλαλαλέιρο… Λαλαλαρό» που συνέχιζε σαν επιληπτικός να επαναλαμβάνει. Χωρίς πολλά πολλά, συνέστησε τρίμηνη παραμονή σ’ένα ησυχαστήριο, πολλαπλά χάπια και εβδομαδιαία θεραπεία ηλεκτροσόκ.
Ο Σιμόν έγινε μόνιμος τρόφιμος του ιδρύματος. Κάθε εβδομάδα τον συνδέουν με δυο μεταλλικές πλάκες και αφήνουν μια ηλεκτρική τάση να διαπεράσει το κορμί του. Κι εκείνος γελά. Γελά δυνατά καθώς στιγμιαία θυμάται το σαλόνι του παππού του, το παλιό πικάπ, εκείνο το δίσκο του Βιβάλντι με τα καταιγιστικά βιολιά. Εκείνα που μαστιγώνουν το κορμί του. Σαν τιμωρία για την επιθυμία του να ζήσει με το πάθος της μουσικής.



Ο Σιμόν μένει πια κλεισμένος στο δωμάτιο του. Έχει ξεχάσει τα λιβάδια, τις λίμνες, τον ήλιο και τη βροχή. Ξέχασε να μιλάει με τον κόσμο. Το μόνο που τον ακούνε να ψιθυρίζει καμιά φορά τη νύχτα είναι «Λαλαλαλέιρο… λαλαλαρό».
Fortunatissimo per verità.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Play it again Sam

Κρύφτηκα σε μια γωνιά και περίμενα. Σαν παιδί, σαν ανυπόμονος κατεργάρης, παρακολουθούσα έναν άδειο δρόμο. Ένα αμάξι πέρασε με την όπισθεν. Περιέργως, ο οδηγός κοιτούσε μπροστά! Ένας σκύλος γάβγισε. Γύρισα το κεφάλι μα δεν τον είδα πουθενά. Ξαφνικά, φάνηκε στην άκρη του δρόμου μια ουρά. Κι ύστερα ένας χαρούμενος μούργος που προχωρούσε προς τα πίσω! Μα τι συμβαίνει; Ο κόσμος γυρίζει ανάποδα! Αμάξια που πισωγυρίζουν και ζώα που πισωπατούν! Και άνθρωποι! Άνθρωποι που ανοίγουν το βήμα τους προς τα πίσω. Χωρίς να βλέπουν που πανε. Και χωρίς να χτυπάνε πουθενά! Κι όλα επιταχύνουν! Φύλλα που ξαναγυρίζουν στα κλαδιά, νερά που βγαίνουν από υπονόμους, η φωνή του παλιατζή που ακούγεται σαν δίσκος που τον γυρίζεις ανάποδα! Και ο ήλιος. Άλλαξε φορά. Η νύχτα γύρισε σε μέρα και η μέρα γύρισε σε νύχτα κ.ο.κ. Χμ, αυτό ίδιο ακούγεται αλλά δείχνει διαφορετικό! Και ξαφνικά κοιτάζω τα χέρια μου και αντιλαμβάνομαι οτι μεταλλάσονται! Εξαφανίζονται τα σημάδια, γεμίζουν με αίμα, επανέρχονται σε μια ξεχασμένη νεότητα. Το λίπος αποχωρεί δια μαγείας απο το σώμα μου χωρίς να ιδρώσω ούτε και λίγο. Και το μυαλό μου! Ωχ, όχι το μυαλό μου. Περνούν απο μπροστά μου όλες οι άβολες στιγμές που ήθελα να ξεχάσω! Δεν την παλεύω να τις ξαναζήσω. Δεν φτάνει μια φορά το μάθημα της ζωής; Χρειάζεται και επανάληψη;


Κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη και γελάω! Το παρελθόν μου χαμογελάει παιχνιδιάρικα. Σαν να με ξεγέλασε τόσο καιρό. Με έκανε να πιστέψω ότι ήμουν κάποιος άλλος! Κι αναρωτιέμαι: πως μπόρεσα να παρερμηνεύσω τα σημάδια;


Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Bang

Πυκνή φωτιά στα δάχτυλα μου
Χτυπώ αδέξια τον αέρα
Ξύπνησε ο δαίμονας απόψε
Την λογική μου κάνει πέρα

Σφίγγω τα μάτια να μη βλέπω
Τρέμει σαν φύλλο το κορμί
Πού είναι, φωνάζω, που είναι
Μα ο τοίχος τιμά τη σιωπή

Κράτα καλά τα μυστικά σου
Νύχτα που δράχνεις την ψυχή
Πανε δυο μήνες που ´χει φύγει
Πάει η στερνή μου αναπνοή

Κρύο το σίδερο στο στόμα
Με καταπίνει ένας λυγμός
Κι όταν τη μοίρα μου αγγίζω
Βρέχει πορφύρα ο ουρανός

Πέφτω στα πόδια μιας εικόνας
Στα χείλη χαμόγελο νεκρό
Λύγισε ο πόνος απ´τον πόνο
Το σώμα απόκαμε γυμνό
 

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Μια βραδιά έξω

Σήμερα θα σε πάρω από το χέρι να πάμε κάπου μαγικά. Σε μια σκοτεινή αίθουσα με αστέρια. Θα καθήσουμε κατάχαμα πάνω σε μια μάλλινη κουβέρτα. Θα με κοιτάξεις με απορία. Θα σου χαμογελάσω. Μια απαλή δέσμη φωτός θα πέσει σε μια σκηνή. Και θα ακούσουμε μια κιθάρα να παίζει. Να, κάπως έτσι.



Κάποια στιγμή θα γύρεις πάνω μου. Το χέρι μου θα σε αγκαλιάσει. Θα χαϊδέψω απαλά το λαιμό σου. Θα κλείσεις τα μάτια. Θα σε φιλήσω γλυκά στο μυνίγγι. Θα μυρίσω το αμύγδαλο στα μαλλιά σου. Θα κλείσω τα μάτια. Και θ´αφήσουμε τις νότες να μας ταξιδέψουν. Εκεί που μόνο εμείς μπορούμε να πάμε απόψε.